- νανουριστός
- -ή, -ό [νανουρίζω]αυτός που μοιάζει με νανούρισμα.επίρρ...νανουριστάμε νανούρισμα, σαν με νανούρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νανουριστός — ή, ό αυτός που μοιάζει με νανούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νανουριστικός — ή, ό [νανουριστός] 1. αυτός που μοιάζει με νανούρισμα, που νανουρίζει 2. αυτός που είναι κατάλληλος για νανούρισμα, για να αποκοιμίζει. επίρρ... νανουριστικά με νανουριστικό τρόπο … Dictionary of Greek